- κυλίνδω
- κυλίνδω και κυλινδῶ, -έω (AM)1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.)2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ' εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.)3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ' ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ κυλίνδει», Πίνδ.)4. (και μτφ.) απομακρύνω, μετακινώ5. επιφέρω κάτι κακό («πῆμα θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.)6. (μέσ. και παθ.) κυλίνδομαι και κυλινδούμαια) περιστρέφομαι, περιδινούμαι, στριφογυρνώ (α. «Ἰξίονα... ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον», Πίνδ.β. «[νεφέλαι] βροντῶσιν κυλινδόμεναι», Αριστοφ.)β) ταλαντεύομαι, είμαι ασταθής, κινούμαι ανάμεσα σε διαφορετικά ή αντίθετα πράγματα («τά τών πολλών πολλὰ νόμιμα καλοῡ τε πέρι καὶ τῶν ἄλλων μεταξύ που κυλινδεῑται τοῡ τε μή ὄντος και τοῡ ὄντος εἰλικρινῶς», Πλάτ.)γ) πέφτω καταγής, στο χώμαδ) (ειδ.) κυλιέμαι στο έδαφος από στενοχώρια, από θλίψη («αὐτὰρ ἐπεὶ κλαίων τε κυλινδόμενος τ' ἐκορέσθην», Ομ. Οδ.)ε) (για τον χρόνο) παρέρχομαι, φεύγω («αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν», Πίνδ.)στ) περιπλανιέμαι, τριγυρνώ (α. «ἡ τοιαύτη ψυχή... περὶ τὰ μνήματά τε καὶ τοὺς τάφους κυλινδουμένη», Πλάτ.β. «παραλαβοῡσα αὐτῶν τήν ψυχήν ἡ φιλοσοφία... ἐν πάσῃ ἀμαθίᾳ κυλινδουμένην», Πλάτ.)ζ) (για λόγια) μεταδίδομαι από στόμα σε στόμα, διαδίδομαι, διαλαλούμαι («ὅταν δὲ ἅπαξ γραφή, κυλινδεῑται μὲν πανταχοῡ πᾱς λόγος ὁμοίως παρὰ τοῑς ἐπαΐουσιν», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κυλ-ίνδω πιθ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «στρέφω, ακουμπώ, κυρτός» και συνδέεται με το κυλλός, ενώ το πρόσφυμα -νδ- είναι ανερμήνευτο (πρβλ. και αλίνδω). Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το κύκλος.ΠΑΡ. κυλίνδησις, κύλινδρος, κύλισις, κύλισμα, κυλιστήριον, κυλιστός, κυλίστρααρχ.κυλινδήθρα, κυλιστικόςαρχ.-μσν.κυλισμός.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφικυλίνδω, ανακυλίνδω, εγκυλίνδω, εισκυλίνδω, εκκυλίνδω, κατακυλίνδω, μετακυλίνδω, συναποκυλίνδω].
Dictionary of Greek. 2013.